Base-Rover No UHF άρθρο

Εισαγωγή

Τα πλεονεκτήματα της χρήσης διάταξης Base – Rover τα γνωρίζουμε όλοι. Είναι το σταθερό σήμα, επαυξημένη ακρίβεια και επαναληπτικότητα μετρήσεων, ελαχιστοποίηση κόστους χρήσης, ανεξαρτησία κ.α.

Αν εξαιρέσουμε το κόστος αγοράς (το οποίο γίνεται απόσβεση εύκολα αν αναλογιστούμε τα κόστη χρήσης ενός δικτύου μόνιμων σταθμών αναφοράς), δύσκολα θα βρούμε κάποιο μειονέκτημα χρήσης της παραπάνω μεθόδου. Και όμως, η συγκεκριμένη διάταξη δεν είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στη χώρα μας, σε αντίθεση με την μεγάλη πλειοψηφία των άλλων χωρών. Ο λόγος, κυρίως οικονομικός. Θυσιάζουμε συχνά την ακρίβεια και την σταθερότητα των μετρήσεων για ένα μικρό κέρδος. Και μπορεί να μην έχει τελικά και ιδιαίτερη σημασία όταν μιλάμε για την αποτύπωση ενός γηπέδου, αλλά στην εφαρμογή μιας κατασκευής, ή σε ένα δημόσιο έργο αλλάζουν σημαντικά τα πράγματα…

Διάταξη Base - Rover: Αρχή επικοινωνίας

Η “κλασική” διάταξη Base – Rover απαιτεί έναν δέκτη τοποθετημένο σταθερά σε ένα γνωστό (ή και όχι) σημείο. Αυτός λαμβάνει δορυφορικά σήματα από το δυνατόν περισσότερους σχηματισμούς (GPS, Glonass, BeiDou, Galileo κτλ) και μεταδίδει τις διορθώσεις του βάσει αυτής της θέσης, μέσω ραδιοζεύξης (UHF). Παράλληλα, ένας ή περισσότεροι “κινητοί” δέκτες GNSS, λαμβάνουν επίσης μέσω ραδιοζεύξης αυτές τις διορθώσεις, “ακούγοντας” στη συγκεκριμένη συχνότητα εκπομπής, και γνωρίζοντας το πρωτόκολλο επικοινωνίας και τη “γλώσσα” του σήματος.

Μια τυπική διάταξη λοιπόν για παραδειγμα θα είχε έναν δέκτη Base να μεταδίδει στη συχνότητα 441ΜHz, χρησιμοποιώντας το πρωτόκολλο TrimTalk450S και τη μορφή (γλώσσα) RTCM3.2. Οποιοσδήποτε Rover ο οποίος θα ήταν ρυθμισμένος στα παραπάνω και συντονισμένος στην συγκεκριμένη συχνότητα. Φυσικά εφόσον βρίσκονταν εντός εμβέλειας UHF, θα λάμβανε τις εκπεμπόμενες διορθώσεις και θα προσδιόριζε σωστά τη θέση του (κατάσταση FIX).

Κάτι διαφορετικό...

Χωρίς να επηρεάζεται η παραπάνω αρχή λειτουργίας, τροποποιήσαμε το μέσο μετάδοσης των διορθώσεων. Αντί να χρησιμοποιήσουμε ραδιοζεύξη, χρησιμοποιήσαμε το πανταχού-παρόν (και πλέον αρκετά οικονομικό) Internet. Συνοπτικά (και όπως θα δείτε και στο παρακάτω Video) ρυθμίσαμε τον Base να μεταδίδει διορθώσεις σε ένα συγκεκριμένο Port, και δημιουργήσαμε από την αρχή ένα Access Point (σημείο επαφής). Για την πρόσβαση στο Internet είχαμε 2 επιλογές, εξίσου απλές. Η πρώτη ήταν η χρήση εσωτερικής κάρτας SIM στον δέκτη, ενώ η δεύτερη η χρήση ενός WiFi Hotspot. 

Για τον Rover τα πράγματα ήταν ακόμα πιο απλά. Η σύνδεσή μας δεν διέφερε σε τίποτα από τη σύνδεση σε ένα δίκτυο μόνιμων σταθμών αναφοράς όπως το SmartNet ή το HEPOS. 

Η όλη διαδικασία παρουσιάζεται αναλυτικά παρακάτω, είναι ιδιαιτέρως απλή και άκρως αποδοτική.

Σύγκριση μεθόδων ζεύξης

Μετά από μια τέτοια παρουσίαση, ακολουθεί πάντα η σύγκριση και ένας καταιγισμός ερωτημάτων: Ποία είναι προτιμότερη ως μέθοδος; Ποιά έχει καλύτερη ακρίβεια; Τί θα κερδίσω στην πράξη επιλέγοντας την μία ή την άλλη μέθοδο;

Λοιπόν, ας τα πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά!

Ραδιοζεύξη (UHF)

Internet

Απαντήσεις - συμπεράσματα

Δεδομένο είναι ότι η ακρίβεια δεν επηρεάζεται από την επιλογή της μιας ή της άλλης μεθόδου. Άρα, στο ερώτημα ποιά μέθοδος υπερτερεί της άλλης, η απάντηση είναι σχετική.

Αν δεν έχουμε κάλυψη Internet, ή αν η περιοχή που θέλουμε να εργαστούμε είναι περιορισμένη, χωρίς εμπόδια και απότομες μεταβολές του αναγλύφου, και εφόσον οι δέκτες μας διαθέτουν UHF, τότε η επιλογή της ραδιοζεύξης φαίνεται πιο λογική. 

Αν όμως διαθέτουμε ήδη δέκτες GNSS χωρίς εσωτερικό UHF, ή οι αποστάσεις που θέλουμε να καλύψουμε είναι μεγάλες, ή υπάρχει γενικότερα δυσκολία στη χρήση του UHF, τότε η δεύτερη μέθοδος έχει το προβάδισμα.

Σημαντικό είναι να γνωρίζουμε πως το SurPad, σε συνδυασμό με τους δέκτες e-Survey προσφέρει την επιλογή “Dual”, κατά την οποία η μετάδοση γίνεται ταυτόχρονα και με τους δύο τρόπους, και η επιλογή της ζεύξης γίνεται από το λογισμικό με βάση τη βέλτιστη απόδοση!

Εσείς ποιά μέθοδο θα επιλέγατε;